- δισώματος
- δισώματοςdouble-bodiedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δισώματος — και δίσωμος, η, ο (Α δισώματος και δίσωμος, ον) 1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα 2. αυτός που έχει δύο θαλάμους … Dictionary of Greek
δισώματον — δισώματος double bodied masc/fem acc sg δισώματος double bodied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισωμάτους — δισώματος double bodied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώματοι — δισώματος double bodied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσωμος — βλ. δισώματος … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
ԵՐԿՄԱՐՄԻՆ — (մնոյ, ոց.) NBH 1 0694 Chronological Sequence: 6c ա. δισώματος bicorporeus, bicorpores Ունօղ զերկու մարմինս. երկկերպի. խառնակ կենդանի. *Լռեմ զառասպելեացն ստեղծուածս, եւ զերկմարմինսն, որք ի սկզբանն խառնեալք ... ի բաց անջատեցան. Փիլ. տեսական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)